- κρεοπωλικος
- κρεοπωλικόςκρεο-πωλικός3торгующий мясом
κρεοπωλικέ τράπεζα Plut. — мясной лоток
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρεοπωλικέ τράπεζα Plut. — мясной лоток
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρεοπωλικός — κρεοπωλικός, ή, ό (Α) [κρεοπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεοπώλη («κρεοπωλικὴ τράπεζα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μακελλικός — μακελλικός, ή, όν (AM) [μάκελλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρεοπωλείο ή στον κρεοπώλη, κρεοπωλικός … Dictionary of Greek